- διαγλάφω
- διαγλάφω (Α) [γλάφω]σκάβω, σχηματίζω κοίλωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαγλάψαι — διαγλάφω scoop out aor inf act διαγλάψαῑ , διαγλάφω scoop out aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγλάψασ' — διαγλάψᾱσα , διαγλάφω scoop out aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) διαγλάψᾱσι , διαγλάφω scoop out aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) διαγλάψᾱσαι , διαγλάφω scoop out aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγλάψας — διαγλάψᾱς , διαγλάφω scoop out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγλάψασα — διαγλάψᾱσα , διαγλάφω scoop out aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)